- αγκαζάρω
- 1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ. κατάλ. -άρω.ΠΑΡ. αγκαζάρισμα].
Dictionary of Greek. 2013.